- στόχαση
- η / στόχασις, -άσεως ΝΑ [στοχάζομαι]νεοελλ.1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου)2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση»)αρχ.1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση2. (κατ' επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη3. εικασία, δοξασία.
Dictionary of Greek. 2013.