στόχαση

στόχαση
η / στόχασις, -άσεως ΝΑ [στοχάζομαι]
νεοελλ.
1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου)
2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση»)
αρχ.
1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση
2. (κατ' επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη
3. εικασία, δοξασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στόχαση — η σκέψη, στοχασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχάσῃ — στοχάσηι , στόχασις fem dat sg (epic) στοχάζομαι aim aor subj mp 2nd sg στοχάζομαι aim fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”